butt welded - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

butt welded - translation to ρωσικά

TYPE OF TELEPHONE USED FOR INSTALLING AND TESTING TELEPHONE LINES
Butt set; Butt Set; Buttset; Butt-set
  • Harris TS22L lineman's handset
  • Checking lines in [[Bangladesh]]

butt welded      

нефтегазовая промышленность

сваренный встык

butt welding         
  • Video: Automatic butt-welding machine
  • Electric welding of wire before wire drawing at the 'Barzelit' wire drawing and nail factory in [[Mandatory Palestine]]
  • Single-V Butt Weld
TYPE OF RESISTANCE WELDING
Butt weld; Butt-welding; Buttwelding
сварка впритык
butt welding         
  • Video: Automatic butt-welding machine
  • Electric welding of wire before wire drawing at the 'Barzelit' wire drawing and nail factory in [[Mandatory Palestine]]
  • Single-V Butt Weld
TYPE OF RESISTANCE WELDING
Butt weld; Butt-welding; Buttwelding

общая лексика

сварка встык

строительное дело

стыковая сварка сопротивлением

Ορισμός

butt
I. n.
1.
Mark, object, target, point aimed at.
2.
Laughing-stock.
3.
Stroke, blow.
4.
Cask, pipe.
II. v. n.
Strike (with the head or the horns), push, bunt (colloq.).

Βικιπαίδεια

Lineman's handset

A lineman's handset is a special type of telephone used by technicians for installing and testing local loop telephone lines. It is also called a test set, butt set, or buttinski.

Μετάφραση του &#39butt welded&#39 σε Ρωσικά